ἐπικουροῦσαν

ἐπικουροῦσαν
ἐπί-ἐπικουρέω
to be an
pres part act fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χήρα — η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. χήρη Α 1. γυναίκα που έχει χάσει τον σύζυγό της και παραμένει άγαμη (α. «ήτο έρημος και χήρα», Παπαδ. β. «οὐ παρθένον, ἀλλὰ χήραν», Πλούτ.) 2. στον πληθ. οἱ χήρες και αίχῆραι εκκλ. τάξη αφιερωμένων στη διακονία τής… …   Dictionary of Greek

  • γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”